- ἀπεναυσίων
- ἀπεναῡσίων , ἀπό , ἐν-αὔω 2cry outfut part act masc nom sg (doric)ἀπό-ναυσιάωimperf ind act 3rd plἀπό-ναυσιάωimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.